- ἐπινόμιον
- ἐπινόμιονpayment for pasturageneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινόμιον — (I) ἐπινόμιον, τὸ (Α) [νομή] τα χρήματα που πληρώνονται για τη βοσκή. (II) ἐπινόμιον, τὸ (Α) [νόμος] τίτλος έργου που αποδίδεται στον Πλάτωνα. (III) ἐπινόμιον και ἐπινόμι και ‘πινόμι(ν) τὸ (Μ) [όνομα] 1. επώνυμο 2. προσωνυμία («ὀνομάζονταν… … Dictionary of Greek
ἐπινομίῳ — ἐπινόμιον payment for pasturage neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)